αδαμαντόστικτος

αδαμαντόστικτος
ος , ον , αδαμαντοστόλιστος, η , ο [ος , ον ] см. αδαμαντοκόλλητος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αδαμαντόστικτος" в других словарях:

  • αδαμαντόστικτος — η, ο ο αδαμαντοστόλιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδάμας + στίζω (= σκαλίζω)] …   Dictionary of Greek

  • αδάμας — Μεγάλος παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 1.391 κάτ.) της Μήλου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μήλου του νομού Κυκλάδων. * * * ( αντος), ο (Α ἀδάμας) κρυσταλλικός πολύτιμος λίθος με μεγάλη σκληρότητα και λάμψη (αλλιώς διαμάντι, διαμαντόπετρα)… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»